Επάνοδος του Γκόνου Γιώτα στον βάλτο και το ηρωϊκό του τέλος

9 Φεβρουαρίου, 2016


1 Ο Οπλαρχηγός Γκόνος Γιώτας (1880 –1911)

του Ιωάννη Παπαλαζάρου *

Οι πολεμικές επιχειρήσεις, οι συγκρούσεις κομιτατζήδων και ελληνικών σωμάτων μέσα στον υγρό λαβύρινθο του Βάλτου και στην ευρύτερη περιοχή διακόπηκαν στα μέσα Ιουλίου του 1908 με το κίνημα των Νεότουρκων εναντίον του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, που εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη, με πρωταγωνιστή τον Μουσταφά Κεμάλ το γνωστό αργότερα ως Αττατούρκ.

Το κίνημα αυτό προκάλεσε νέα κατάσταση πραγμάτων στη Μακεδονία. Κηρύχτηκε η λήξη του ένοπλου αγώνα, αμνηστία στους αντιπάλους και ο σταδιακός αφοπλισμός και η αποχώρηση των σωμάτων από τη Λίμνη. Ένα είδος εκεχειρίας και φαινομενικής συμφιλίωσης που έδωσε την ευκαιρία στους Οπλαχηγούς να παρουσιαστούν με τα σώματά τους στις τουρκικές αρχές και να παρελάσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Όλα αυτά βέβαια ήταν φαινόμενα για πρόκληση εντυπώσεων μόνον και διάρκειας ολίγων ημερών. Η ελληνική πλευρά, νομοταγής και ευκολόπιστη, ως συνήθως, έδωσε εντολή τερματισμού κάθε ένοπλης δράσης και οι Πρόξενοι στο εξής να μη παρέχουν τη συνδρομή τους στα ένοπλα σώματα.

Οι βουλγαρικές οργανώσεις πολύ γρήγορα απέδειξαν ότι στην πραγματικότητα ούτε αφοπλισμό ούτε ουσιαστική αποχώρηση και τερματισμό της τρομοκρατικής τακτικής ήταν διατεθειμένοι να κάνουν. Έτσι λίγες μέρες μετά το Κίνημα, το τοπικό κομιτάτο έδωσε εντολή στον περιβόητο βοεβόδα Αποστόλ Πετκώφ Τερζίεφ να μην εγκαταλείψει την περιοχή Γιαννιτσών – Γουμένισσας ώστε να παρεμποδίσει τη δυναμική παρουσία και τυχόν επικράτηση του Γκόνου Γιώτα στον Βάλτο και στο Ρουμλούκι και του Λάζου Μπαροβίτσαλη στην περιοχή της Γουμένισσας.

Οι Νεότουρκοι, από την άλλη πλευρά, δεν άργησαν να διαψεύσουν παταγωδώς τις διακηρύξεις του συντάγματός των περί ισονομίας και ισοπολιτείας των υπό την κυ-ριαρχία τους λαών της Βαλκανικής. Πολύ νωρίς επιδόθηκαν σ’ έναν αχαλίνωτο τουρκικό σωβινισμό, ακολουθώντας συστηματική αφομοιωτική πολιτική, χειρότερη της εποχής των Σουλτάνων.

Η νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε και ο διαφαινόμενος σοβαρός κίνδυνος για τη Μακεδονία υποχρέωσε την Ελληνική Κυβέρνηση και το Προξενείο της Θεσσαλονίκης να αναλάβουν πρωτοβουλίες και δραστικά μέτρα για την αποτελεσματικότερη οργάνωση άμυνας και περαιτέρω δράσης.

Τα μέτρα είχαν δύο στόχους : α) Να αναδιοργανωθεί κατά τόπους η Εθνική Άμυνα κατά τον πλέον αποδοτικό και ασφαλή τρόπο. Για το λόγο αυτό συγκροτήθηκαν με κάθε μυστικότητα στα αστικά κέντρα και στα κεφαλοχώρια της περιοχής ομάδες τοπικής πολιτοφυλακής για την ενίσχυση του ηθικού και την προστασία των πατριαρχικών χριστιανών, την οργάνωση κρυπτών οπλισμού και πυρομαχικών και τη διαρκή ενημέρωση του Κέντρου για την παρουσία, τις κινήσεις και τις βλέψεις των Βουλγάρων.

Η Πολιτοφυλακή απαρτιζόταν από ικανά και έμπειρα πρώην στελέχη των ενόπλων σωμάτων του Αγώνα, από κληρικούς, δασκάλους ή διευθυντές οικοτροφείων. Για την περιοχή των Γιαννιτσών ως αρχηγός της Πολιτοφυλακής για την περίοδο τέλη 1908-1909 αναφέρεται ο Καπετάν Παναγιώτης. Από τη μυστική αλληλογραφία και εκθέσεις του Ελληνικού Προξενείου προκύπτει ότι Καπετάν Παναγιώτης ήταν ο Γκόνος Γιώτας σε ένα νέο ρόλο, μια νέα μορφή δράσης για το «Στοιχειό του Βάλτου».

β) Ο δεύτερος στόχος των μέτρων ήταν η προστασία και διαφύλαξη των αυτόχθονων μαχητικών δυνάμεων του Αγώνα, κυρίως των Οπλαρχηγών, από τη διωκτική μανία των Νεότουρκων που άρχισε να εκδηλώνεται από τις πρώτες ημέρες της επικράτησής τους.

Η Ελληνική Κυβέρνηση επιθυμώντας να φανεί πειστική στις φιλειρηνικές της προθέσεις απέναντι των Νεότουρκων, φυγάδευσε τους σημαντικότερους των οπλαρ-χηγών στην Αθήνα και τους φιλοξένησε στο «Άσυλο των Μακεδόνων» της οδού Μιχαήλ Βόδα, στο Μενίδι.

Εκεί βρέθηκαν εγκλωβισμένοι και αναγκαστικά εκπατρισμένοι ο Γκόνος Γιώτας και ο Λάζος Μπαροβίτσαλης μαζί με αρκετούς συντρόφους και συναγωνιστές τους από τις περιοχές Βοδενών, Γιαννιτσών και Γουμένισσας. Άνθρωποι που ανάλωσαν τα νιάτα τους αγωνιζόμενοι για την ελευθερία της Μακεδονίας στα βουνά και στους κάμπους της, ελεύθεροι, ασυμβίβαστοι και απροσκύνητοι, βρέθηκαν ξαφνικά περιορισμένοι και άπραγοι να εξαρτώνται από το συσσίτιο του Ασύλου. Λιοντάρια στο κλουβί.

Δεν ήταν μόνον ο αναγκαστικός περιορισμός και η πλήρης απραξία που κούραζαν και εξόργιζαν τους Μακεδονομάχους. Ήταν και οι ανοιχτοί λογαριασμοί που είχαν αφήσει στη Μακεδονία με τους κομιτατζήδες, ήταν και οι δυσάρεστες ειδήσεις που κατέφθαναν για απόπειρες δολοφονιών και βιαιοπραγιών σε βάρος πατριαρχικών και για αντίποινα σε βάρος συγγενικών τους προσώπων εκ μέρους των Βουλγάρων και των τουρκικών αρχών:

– Στις 25 Μαΐου 1909 ανεπιτυχής απόπειρα δολοφονίας γίνεται και κατά του επ’ αδελφή γαμπρού του Γκόνου Γιώτα, Θωμά.

-Λίγους μήνες αργότερα, στις 24 Νοεμβρίου, συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν από τις τουρκικές αρχές στα Γιαννιτσά και οι γέροντες γονείς του Γκόνου Γιώτα.

Όλα αυτά τα γεγονότα θορύβησαν και αναστάτωσαν τους Οπλαρχηγούς, που δεν έβλεπαν την ώρα να επιστρέψουν στη Μακεδονία. Προς το σκοπό αυτό έγιναν και κάποιες μυστικές κινήσεις και συνεννοήσεις στο Άσυλο που, ως φαίνεται, υπέπεσαν στην αντίληψη των Αρχών.

Η ελληνική κυβέρνηση ενώ κατ’ αρχήν δείχνει να συμμερίζεται τη δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση των Μακεδόνων αρχηγών και το δράμα των συγγενών τους στη Μακεδονία, αρνείται να τους επιτρέψει την επιστροφή για να μη δυσαρεστήσει την κυβέρνηση των Νεότουρκων.

Η πρώτη ανησυχία εκφράζεται με κρυπτογράφημα της 3ης Νοεμβρίου 1910 του Υπουργού Εξωτερικών προς τους Νομάρχες Λάρισας και Τρικάλων: «Πληροφορούμενοι ότι τινές εκ των ενταύθα Μακεδόνων αρχηγών βαρέως φέροντες νέαν δράσιν βουλγαρικών συμμοριών, καταπιέσεις εναντίον οικογενειών και συγχωριανών των, ανταλλάσσουν σκέψεις περί σχηματισμού μικρών ομάδων και εξόδου εις Μακεδονί-αν….»

Στη συνέχεια γίνονται αυστηρές συστάσεις προς τους Νομάρχες: «παρακωλύσατε δια παντός μέσου έξοδόν των εις όμορον επικράτειαν…»

Παρά τα σχολαστικά μέτρα φύλαξης των συνόρων στη Θεσσαλία, ο Γκόνος Γιώτας με το Λάζο Μπαροβίτσαλη, τον Αθανάσιο Μπέτση από τα Γιαννιτσά και μερικούς ακόμα συντρόφους, στις 3 Νοεμβρίου 1910, εγκατέλειψαν το Άσυλο των Μακεδόνων και δια των συνόρων της Θεσσαλίας, πέρασαν στα γνώριμα και αγαπημένα μέρη της Μακεδονίας.

Η είδηση της απόδρασης ανησύχησε σφόδρα την Κυβέρνηση του Ελληνικού Βασιλείου, η οποία με σειρά επειγόντων κρυπτογραφημάτων προς τους Νομάρχες της Θεσσαλίας και τους Προξένους της Μακεδονίας εξαπολύει αυστηρότατες εντολές για τη σύλληψη των «ληστών» και «κακοποιών στοιχείων» όπως χαρακτηρίζει τους Οπλαρχηγούς:

Με εμπιστευτικό τηλεγράφημα προς τους Νομάρχες Λαρίσης-Τρικάλων διατάσσει πως αφού συλληφθούν οι αποδράσαντες Γκόνος και Λάζος «να κατασχεθεί επ’αυτών παν έγγραφον διότι είναι προδήλως πλαστόν και εκθέτον την Κυβέρνησιν».

Με νέο τηλεγράφημα του Υπουργείου Εξωτερικών προς τους Προξένους Θεσ-σαλονίκης, Μοναστηρίου και Σερρών επισημαίνονται τα εξής: «Επειδή παρ’ όλα αυστηρά μέτρα Κυβερνήσεως και άγρυπνον φύλαξιν μεθορίου πληροφορούμεθα ότι Μακεδόνες Οπλαρχηγοί Γκόνος εκ Γιαννιτσών και Λάζος εκ Μπαροβίτσης μεθ’ ετέρων 6 οπαδών εισήλθον εις τουρκικόν έδαφος κατευθυνόμενοι πιθανώς εις περιφέρειαν Βεροίας-Ναούσης επί σκοπώ διαπράξεως ληστειών, υποκρινόμενοι βεβαίως εθνικούς αποστόλους, παρακαλούμεν λάβητε αμέσως κατάλληλα μέτρα…τοπικαί δε αρχαί να κατανοήσωσι ότι δεν πρόκειται περί συμμοριών αλλά περί κοινών ληστών… καθόσον Βασιλική Κυβέρνησις ακολουθούσα την αυτήν πάντα φιλειρηνικήν πολιτικήν αμετάκλητον έχει απόφασιν καταδιώξει απηνώς κακοποιά εν γένει στοιχεία…».

Εν τω μεταξύ οι δύο Οπλαρχηγοί εμφανίστηκαν στην περιοχή του Ρουμλουκιού περί τα τέλη Νοεμβρίου 1910, αφού ανασυγκρότησαν ένα μέρος της ομάδας του Γκόνου με παλιούς τους συντρόφους. Από εδώ συντάσσουν κοινή επιστολή προς τον Έλληνα Πρόξενο Θεσσαλονίκης Παπαδιαμαντόπουλο την οποία εμπιστεύονται στο Σίμο Πατούλα, μουχτάρη του Αρκουδοχωρίου Νάουσας. Το ύφος και το περιεχόμενο της επιστολής είναι μια δραματική έκκληση για συνδρομή εκ μέρους των ελληνικών αρχών στο νέο ιερό αγώνα που αναλαμβάνουν για τα δίκαια της φιλτάτης τους Μακεδονίας.

«Οι εν τη παρούση υποφαινόμενοι Μακεδόνες αρχηγοί ελληνομακεδονικών σωμάτων, τέκνα του τόπου αυτόχθονα, διαβλέποντες καθαρότερον παντός άλλου τον επικρεμάμενον κίνδυνον υπέρ των κεφαλών του Μακεδονικού Ελληνισμού, αναλαβάνομεν και πάλιν τον ιερόν εν Μακεδονία αγώνα».

Γνωρίζει ο Γκόνος τους κινδύνους αυτής της παράτολμης πρωτοβουλίας, τη δικαιολογεί όμως γράφοντας ότι «αυτό επιτάσσει η πατριωτική μου συνείδησις και αναπόδραστος εθνική ανάγκη». Η επιστολή καταλήγει με μία τελευταία παράκληση για ταχεία ευνοϊκή απάντηση και για την αιτούμενη συνδρομή, η οποία φυσικά δεν εστάλη ποτέ.

Κινήθηκαν εναντίον τους οι πάντες: Τουρκικά αποσπάσματα από τη Βέροια, υπό τον ίδιο τον Καϊμακάμη. Το Ελληνικό Προξενείο τους αποδοκιμάζει και τους αποκηρύσσει. Διάφοροι τοπικοί παράγοντες, όπως ο καπετάν Αποστόλης Ματόπουλος από το Γιδά και ο ψευτογιατρός Αντωνάκης Αντωνιάδης, με ύποπτες διασυνδέσεις και συνεργασίες με του Νεότουρκους, προδίδουν τις κινήσεις των οπλαρχηγών στις τουρκικές αρχές.

Για τις ύποπτες δραστηριότητες των δύο τελευταίων υπάρχουν οι εξής μαρτυρίες: Ο Αποστόλης από το Γιδά ήταν πρώην συνεργάτης και σύντροφος του Γκόνου Γιώτα στην ομάδα του. Οι δύο άντρες έγιναν άσπονδοι εχθροί από τη στιγμή που, όπως ισχυρίζεται ο Γκόνος στην «Έκθεση των ενεργειών του», συνέλαβε τον Αποστόλη να εμπορεύεται 50 όπλα και 10.000 φυσίγγια και αργότερα να προδίδει στις τουρκικές αρχές κρυψώνα 200 όπλων.

Ο ψευτογιατρός Αντωνάκης, περίεργος τύπος πρακτικού γιατρού της περιοχής Ρουμλουκιού, υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης όλων των Ελλήνων αρχηγών του Βάλτου. Επιπόλαιος και αχαλίνωτα φιλόδοξος όπως ήταν, δεν άργησε να καταντήσει όργανο και πληροφοριοδότης στα χέρια των Νεότουρκων. Αυτοί οι δυο βαρύνονται με την κατηγορία της πληροφόρησης των τουρκικών αρχών για τις κινήσεις της ομάδας του Γκόνου Γιώτα και του Λάζου Μπαροβίτσαλη μετά την επάνοδό τους στην περιοχή της Λίμνης.

Για το ποια ήταν η σύνθεση και οι κινήσεις της ομάδας των δύο οπλαρχηγών μας πληροφορεί τηλεγράφημα του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Εξωτερικών:

«…Συμμορία υπό τους Γκόνον και Λάζον ενεφανίσθη εις πλείστα χωρία του Ρου-μλουκίου. …Αι τουρκικαί αρχαί μαθούσαι το γεγονός απέστειλαν επί τόπου τον γνωστόν ιατρόν Αντωνάκην προς συλλογήν πληροφοριών, διέταξαν δε την εκ Βεροίας έξοδον αποσπασμάτων προς καταδίωξιν της συμμορίας… Την συμμορίαν απαρτίζουσιν οι εξής: Λάζος εκ Μπαροβίτσης, Γκόνος εκ Γιαννιτσών, Αθαν. Μακρής εκ Ναούσης, Κυριάκος εκ Κουλακιάς, Στέλιος και Μανώλης εκ Κρήτης, 2 με το όνομα Κόττας εκ Βεροίας και 2 άγνωστοι, πιθανώς εκ Καστορίας».

Οι δύο Οπλαρχηγοί κινήθηκαν στη νότια πλευρά του Βάλτου, γύρω από το τσιφλίκι του Νησελίου, όπου αναζήτησαν φίλους, συντρόφους και κρυψώνες οπλισμού. Ονειρεύονταν να ανασυγκροτήσουν τα παλιά αντάρτικα σώματα, να κλείσουν κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς με τους κομιτατζήδες της περιοχής και να αγωνιστούν για την πολυπόθητη λευτεριά της Μακεδονίας.

Τουρκικό απόσπασμα από την περιοχή της Βέροιας, υπό τον Ταγματάρχη Χαλίλ-μπεη παρακολουθούσε την τακτική και τις κινήσεις της ομάδας. Σε δυο περιπτώσεις μάλιστα συγκρούστηκαν σε λυσσώδεις μάχες εκ του συστάδην.

Η πρώτη συμπλοκή που συνήφθη στις αρχές Δεκεμβρίου 1910 ήταν αναίμακτη, αλλά νικηφόρα για την ομάδα Γκόνου και Λάζου. Το τουρκικό απόσπασμα, υπό την αρχηγεία του ίδιου του Καϊμακάμη Βέροιας, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει ατάκτως. Το γεγονός αναπτέρωσε το ηθικό και τις ελπίδες των δύο Οπλαρχηγών, αλλά και των κατοίκων των παραλίμνιων χωριών.

Η δεύτερη σύγκρουση που συνήφθη στις 13 Φεβρουαρίου 1911 είχε δραματική κατάληξη. Κατά την πολύωρη συμπλοκή με το απόσπασμα του Χαλίλ-μπεη, κοντά στη Σκάλα του Νησιού, έπεσε νεκρός ο Γκόνος Γιώτας. Τάφηκε από τους άντρες του στο προαύλιο της μικρής εκκλησίας του χωριού. Τρία χρόνια αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στο κοιμητήριο της ελεύθερης πλέον πόλης των Γιαννιτσών. Ήταν μόλις 31 ετών και δεν πρόλαβε να χαρεί το αγαθό για το οποίο αγωνιζόταν 10 χρόνια τώρα, την ελευθερία της Μακεδονίας, που ήρθε 20 μήνες αργότερα από τη νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού.

Κάτι που δε χάρηκε και ο πιστός σύντροφός του Λάζος Μπαροβίτσαλης που έπεφτε δολοφονημένος 6 μήνες αργότερα από τις σφαίρες του αρχικομιτατζή Γκιούπτσετο, κοντά στην Τσέρνα Ρέκα.

Ήταν ο τραγικός επίλογος της κοινής αγωνιστικής πορείας δυο παλικαριών από τις εκατοντάδες των Γηγενών Μακεδονομάχων, που μπορεί να γνώριζαν ελάχιστα ελληνικά, διέθεταν όμως εκπληκτικό απόθεμα ελληνικής συνείδησης και η συμμετοχή τους στο Μακεδονικό Αγώνα του προσέδωσε νόημα, περιεχόμενο και νικηφό-ρα κατάληξη.

Τη δολοφονία του Γκόνου από τον τούρκικο στρατό θα πρέπει να την εντάξουμε στην εκστρατεία που εξαπέλυσαν οι Νεότουρκοι για την εξόντωση των πρωταγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα. Σε μικρό χρονικό διάστημα δολοφονήθηκαν σε ενέδρες πολλοί πρώην αρχηγοί ανταρτικών σωμάτων.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1911 φονεύθηκε ο Παύλος Ρακοβίτης. Λίγες ημέρες αργότερα ο Γκρέκος με την ομάδα του στο Μελνίκι, ο Κοροπούλης, ο Παύλος Νεράντζης (καπ. Περδίκας) στη Δυτική Μακεδονία και άλλοι.

Όσο για τους πρώην συνεργάτες του που τον κατέδωσαν στους Τούρκους, ο Αποστόλης Ματόπουλος από το Γιδά και ο ψευτογιατρός Αντωνάκης, είχαν άσχημο τέλος και οι δύο. Ο πρώτος κατέφυγε στην Αμερική, αφού του αφαιρέθηκε ο τίτλος του οπλαρχηγού, ενώ ο δεύτερος τιμωρήθηκε, όπως του άξιζε: εκτελέστηκε από αν-θρώπους του Ελληνικού Κομιτάτου.

Η πόλη των Γιαννιτσών τίμησε και τιμά την εθνική προσφορά και τη θυσία του οπλαρχηγού Γκόνου Γιώτα. Υπάρχει ομώνυμη πλατεία και οδός στην περιοχή όπου ήταν το πατρικό του σπίτι. Στήθηκε προτομή του αρχικά στο Φιλίππειο (1956) και λίγα χρόνια αργότερα τοποθετήθηκε στην ομώνυμη πλατεία. Κάθε χρόνο με τη φροντίδα του Δήμου, της ΔΕΠΑΓ, του Συλλόγου Απογόνων Μακεδονομάχων και τα τελευταία χρόνια και της Ι.Λ.Εταιρείας «ΦΙΛΙΠΠΟΣ» οργανώνονται τη δεύτερη Κυριακή του Φεβρουαρίου 2ήμερες εκδηλώσεις προς τιμήν του.

Η Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία, εδώ και 20 χρόνια περίπου που δραστηριοποιείται στην έρευνα της τοπικής ιστορίας, με άρθρα στο περιοδικό της, με εκδόσεις βιβλίων, με την ιστοσελίδα της που διαρκώς εμπλουτίζεται και με διαλέξεις μέσα από το πρόγραμμα του Ανοικτού Λαϊκού Παν/μίου, προσπαθεί να διαφωτίσει και να αναδείξει άγνωστες πτυχές της τοπικής μας ιστορίας, να διορθώσει λάθη και κατά συρροήν ανακρίβειες για πρόσωπα που έδρασαν και γεγονότα που διαδραματίστη-καν στον τόπο μας και που δυστυχώς συνεχίζουν να ανακυκλώνονται και να αναπαράγονται, αβασάνιστα και ανεύθυνα, ως λανθασμένες πληροφορίες ή ως φωτογραφικό υλικό, από το ένα έντυπο στο άλλο ή μέσα από το διαδίκτυο, στρεβλώνοντας και παραμορφώνοντας την ιστορική αλήθεια.

Για τον Γκόνο Γιώτα οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες και αλλοπρόσαλλες. Σε γνωστούς συγγραφείς, όπως ο Γ. Μόδης, η Π. Δέλτα, ο Ι. Μαζαράκης, ο Α. Ανεστόπου-λος, o Duglas Dakin, το Γ.Ε.Σ, σε εγχώριους συγγραφείς, ακόμα και στην προτομή του, μέχρι πριν λίγα χρόνια, αναφέρονται ως χρονολογίες γέννησής του τα έτη 1860, 1866, 1870, 1875 και άλλα και ως έτος θανάτου το 1904,το 1906, ή το 1908, με συνθήκες και αίτια θανάτου εντελώς άσχετα με την πραγματικότητα.

Σήμερα, απονέμοντας τιμές στην εκατοστή επέτειο του ηρωικού του θανάτου, με το βιβλίο μας για τον Μακεδονικό Αγώνα, που χρηματοδοτήθηκε από συγγενείς – απογόνους της οικογένειας Γιώτα, με την έκτακτη έκδοση του περιοδικού μας, που επιχορηγήθηκε από τον Δήμο Γιαννιτσών και με τις διαλέξεις που παρακολουθήσατε, αποδίδουμε τον οφειλόμενο σεβασμό στη θυσία του και προσπαθούμε να αποκατα-στήσουμε και να αναπληρώσουμε τις όποιες ανακρίβειες και κενά, ώστε να αναδείξουμε και να προβάλουμε σωστά, σοβαρά και υπεύθυνα την τοπική μας ιστορία.

* Ο Ιωάννης Παπαλαζάρου είναι σ. εκπαιδευτικός.

Κατηγορία: Ιστορικα - Μακεδονικός Αγώνας

© 2007 - 2020 Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Γιαννιτσών "Ο Φίλιππος"
Διεύθυνση: Δημάρχου Στάμκου 1 58100 Γιαννιτσά, Τηλέφωνο: 2382083684, email: filippos@fileg.gr