Η επιστροφή του Γκόνου Γιώτα στην λίμνη των Γενιτσών και το ηρωικό του τέλος

12 Φεβρουαρίου, 2016


1 Ο Οπλαρχηγός Γκόνος Γιώτας (1880 –1911)

Ο Οπλαρχηγός Γκόνος Γιώτας 1880–1911

 

Του Γεωργίου Τουσίμη

Στους παλαιούς θεσμούς, τον κοινοτικό και τον εκκλησιαστικό, με τους οποίους κατά τη μακραίωνη δουλεία κατοχυρώνονταν στα εκκλησιαστικά και κοινοτικά προνόμια των χριστιανικών υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908, προσέθεσαν ένα νέο συντελεστή, τον πολιτικό.

Δηλαδή, οι Χριστιανοί υπήκοοι απέκτησαν πολιτική φωνή και στο εξής ο αγώνας για τη διαφύλαξη των προνομίων θα δίδεται στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση από τους χριστιανούς βουλευτές.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές η Ελληνική Κυβέρνηση χαράσσει και ακολουθεί μία άκρως φιλειρηνική πολιτική στις σχέσεις της με τη γείτονα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δίδει δηλαδή εντολή να παύσει κάθε ένοπλη δράση εκ μέρους των Ελληνικών Σωμάτων και απαγορεύει στους προξένους της στη Μακεδονία να παρέχουν τη συνδρομή τους στα ένοπλα σώματα.

Έτσι με την είσοδο στο κοινοβουλευτικό καθεστώς και τη διάλυση των ανταρτικών σωμάτων, ελληνικών και βουλγαρικών, οι χριστιανοί υπήκοοι πιστεύουν ότι εισέρχονται σε ένα νέο καθεστώς, που τους εξασφάλιζε ισονομία και ισοπολιτεία με ότι ο αγώνας από εδώ και πέρα θα δίδεται μόνο σε εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό και εκπολιτιστικό επίπεδο.

Μολονότι την ίδια υποχρέωση αφοπλισμού των ανταρτικών Σωμάτων της στη Μακεδονία είχε αναλάβει και η βουλγαρική κυβέρνηση, οι κομιτατζήδες φαινομενικά μεν ακολούθησαν, κρυφά όμως συνέχισαν την ένοπλη δράση τους και μάλιστα με την ίδια τρομοκρατική τακτική όπως και πριν. Επιδόθηκαν σε μία άνευ προηγουμένου καταδίωξη και τρομοκράτηση των πατριαρχικών, που προηγουμένως είχαν λάβει μέρος στον ένοπλο αγώνα.

Από την άλλη μεριά τις ίδιες διαθέσεις έδειξαν και οι Νεότουρκοι. Πολύ σύντομα επιδόθηκαν και αυτοί, παρά τη νέα συνταγματική δομή του κράτους, σε ένα αχαλίνωτο τουρκικό σωβινισμό και σε μία

αφόρητη αφομοιωτική πολιτική εις βάρος των εθνοτήτων της Μακεδονίας, διαψεύδοντας έτσι τις προσδοκίες , που είχε γεννήσει το Χουριέτ.

Η Ελληνική Κυβέρνηση για να διατηρήσει άθικτες τις αυτόχθονες μαχητικές της δυνάμεις, τις οποίες πιθανόν γρήγορα θα ξαναχρειαζόταν, αλλά και για να προφυλάξει από τη μανία τόσο των Κομιτατζήδων όσο και των Νεότουρκων τους πλέον σημαίνοντες οπλαρχηγούς, τους φυγάδευσε στην Αθήνα και, εν αναμονή εξελίξεων στη Μακεδονία, τους φιλοξενούσε στο λεγόμενο «Άσυλο των Μακεδόνων » της οδού Μιχαήλ Βόδα.

Έτσι η Κυβέρνηση ακολούθησε μία άψογο φιλειρηνική πολιτική έναντι των Νεότουρκων, αφού είχε αποσύρει από τη Μακεδονία τους οπλαρχηγούς, που πιθανόν θα παραβίαζαν την πολιτική της για λόγους συναισθηματικούς ή από πατριωτικές παρορμήσεις.

Το δρόμο του αναγκαστικού εκπατρισμού ακολούθησε μαζί με τους πλέον σημαίνοντες Μακεδόνες οπλαρχηγούς και ο Γκόνος Γιώτας, με τον πιστό σύντροφό του Λάζο Μπαροβίτσαλη και μερικούς αφοσιωμένους οπαδούς του.

Αλλά ο Γκόνος και οι σύντροφοί του κατά το διάστημα που φιλοξενούνταν στο Άσυλο ελάμβαναν από τη Μακεδονία τις πλέον δυσάρεστες πληροφορίες.

Ενώ αυτοί απρακτούσαν μέσα στο Άσυλο, πληροφορούνταν ότι η προσφιλής τους πατρίδα, τα Γενιτσά, οι οικογένειές τους και οι συγχωριανοί τους βρίσκονταν στο έλεος των Κομιτατζήδων και του Βοεβόδα Αποστόλη.

Ολίγο μετά την κάθοδό του στην Αθήνα ο Γκόνος πληροφορήθηκε ότι στις 24 Νοεμβρίου 1909 συνελήφθηκαν και φυλακίσθηκαν στα Γενιτσά ο πατέρας, η μητέρα και άλλα συγγενικά του πρόσωπα. Επίσης την ίδια εποχή ρίχθηκαν στις φυλακές και επτά χωρικοί από το Ρουμλούκι, οι οποίοι μόνο κατόπιν τηλεγραφημάτων προς τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και την Τουρκική Βουλή αφέθηκαν ελεύθεροι.

Προηγουμένως, στις 8 Μαΐου 1909, έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του αδελφού του οπλαρχηγού Λάζου Μπαροβίτσαλη, ενώ επέστρεφε στο χωριό του από τη Γουμένισσα, όπου είχε οδηγήσει επτά συγχωριανούς του για να δηλώσουν ότι επανέρχονται στα πάτρια.

Οι απόπειρες και οι δολοφονίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Στις 25 Μαΐου 1909 δολοφονήθηκε εις το άκρον της πόλεως Γενιτσών από ενεδρεύοντες κομιτατζήδες ο αδελφός του διδασκάλου Παπαδόπουλου, ενώ διασώθηκε ως εκ θαύματος ο σύζυγος της αδελφής του Γκόνου Θωμάς.

Την αγανάκτηση για όλα αυτά και την ανησυχία των Μακεδόνων οπλαρχηγών για το μέλλον της Μακεδονίας εγνώριζε καλά η Ελληνική Κυβέρνηση. Και επειδή εφοβείτο μήπως αυτά τα μακεδονικά λιοντάρια δραπετεύσουν από το κλουβί της οδού Μιχαήλ Βόδα και έτσι παραβιασθεί η φιλειρηνική πολιτική της έναντι της Τουρκίας, έστειλε στις 13 Νοεμβρίου 1910 το ακόλουθο τηλεγράφημα προς τους Νομάρχες Λαρίσης και Τρικάλων, που είχαν την ευθύνη επιτηρήσεως των συνόρων: «Πληροφορούμεθα ότι τινές εκ των ενταύθα Μακεδόνων αρχηγών βαρέως φέροντες νέαν βουλγαρικών συμμοριών δράσιν, προπάντων όμως τρομεράς τουρκικών αρχών καταπιέσεις εναντίον οικογενειών και συγχωριανών των, δικαίως δε συγκινούμενοι επί πρωτοφανεί καταδιώξει ελληνικού στοιχείου, ανταλλάσσουσιν σκέψεις περί σχηματισμού μικρών σωμάτων και εξόδου εις Μακεδονίαν».

Δηλαδή η Ελληνική Κυβέρνηση δικαίωνε την αγανάκτηση των Μακεδόνων Οπλαρχηγών για την πρωτοφανή καταδίωξη του ελληνικού στοιχείου στην πατρίδα τους Μακεδονία, αλλά κύριο μέλημα είχε τη μη παραβίαση της χαραχθείσης φιλειρηνικής της πολιτικής.

Επειδή δεν αντιλαμβανόταν ότι οι οπλαρχηγοί αυτοί είναι ασυγκράτητοι, διέκοψε την ακόμη πιο αυστηρή επιτήρηση των ελληνοτουρκικών συνόρων.

Παρόλα τα αυστηρά μέτρα και την άγρυπνο επιτήρηση των συνόρων, η απόδραση των Οπλαρχηγών από το Άσυλο και το πέρασμά τους στο τουρκικό έδαφος ήταν αναπόφευκτο εκ μέρους των Οπλαρχηγών και γι’ αυτό ακριβώς έγινε.

Συγκεκριμένα για τους Γενιτσιώτες Οπλαρχηγούς Γκόνο και Λάζο στις 8 Νοεμβρίου 1910 το Υπουργείο των Εξωτερικών πληροφορεί τους Νομάρχες Λαρίσης και Τρικάλων: «Την 3ην τρέχοντος Γκόνος Γιώτας εκ Γενιτσών και Λάζος Μπαροβίτσαλης, οπλαρχηγοί, και Αθανάσιος Μπέτσης εκ Γενιτσών οπλίτης ανεχώρησαν εντεύθεν χθες πρωίαν σκοπούντες εισβάλωσιν Τουρκικό έδαφος, αφού προσλάβωσιν και άλλους οπαδούς εκ Θεσσαλίας».

Ο Νομάρχης Λαρίσης την 9η Νοεμβρίου 1910 απαντά στο παραπάνω τηλεγράφημα ότι ο Γκόνος έφθασε στη Λάρισα και σκοπεύει να κατευθυνθεί προς το Αργυροπούλι ή προς το Τσάγεζι. Εκφράζει όμως ο Νομάρχης την πεποίθηση ότι είτε διέλθουν δια ξηράς από το Αργυροπούλι είτε δια θαλάσσης από το Τσάγεζι, θα συλληφθούν οπωσδήποτε, διότι η φρούρηση και των δύο αυτών διαβάσεων είναι αυστηρότατη.

Ύστερα από αυτά τα τετελεσμένα γεγονότα το Υπουργείο Εξωτερικών δια να αποφύγει τυχόν προστριβές με τις Τουρκικές Αρχές και για να μη φανεί ότι παραβιάζει την φιλειρηνική του πολιτική, ειδοποιεί τους Νομάρχες όπως σε περίπτωση που τα σώματα συλληφθούν και χαρακτηρισθούν από τις οθωμανικές αρχές ως πολιτικές συμμορίες, να δηλώσουν ότι οι ομάδες αυτές είναι κοινοί ληστές καταδιωκόμενοι στην Αγγλία, που κατέφυγαν στο τουρκικό έδαφος.

Κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου του 1910, το σώμα Λάζου και Γκόνου άρχισε να εμφανίζεται σε διάφορα χωριά του Ρουμλουκίου. Οι Τουρκικές Αρχές μόλις πληροφορήθηκαν την εμφάνιση του Σώματος, αμέσως έστειλαν προς καταδίωξή τους αποσπάσματα από τη Βέροια και μάλιστα με επικεφαλής τον ίδιο τον Καϊμακάμη Βεροίας.

Πρώτη ενέργεια του Γκόνου είναι η πρόσκληση στο λημέρι του, κάπου κοντά στο χωριό Νησέλι, του μουχτάρη του Αρκουδοχωρίου Σίμου Πατούλα και μέσον αυτού η αποστολή στο Ελληνικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης μιας συγκλονιστικής επιστολής.

Με την επιστολή αυτή, φωτοτυπία της οποίας παραθέτουμε παρακάτω, ο Γκόνος κηρύσσει την έναρξη του δεύτερου γύρου του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα και ειδοποιεί την Ελληνική Κυβέρνηση ότι «ανέλαβε και πάλιν τον εις Μακεδονίαν αγώνα».

Σημειωτέον ότι αυτό γίνεται καθ’ ολοκληρία με δική του πρωτοβουλία, διότι, όπως γράφει ο ίδιος, «αυτό επιτάσσει η πατριωτική του συνείδηση και οι ανάγκες της εποχής».

Γνωρίζει πολύ καλά ο Γκόνος, άλλωστε το ομολογεί και στην επιστολή του, ότι η ενέργεια αυτή αντιστρατεύεται στην επίσημη φιλειρηνική πολιτική της Κυβερνήσεως προς τα όμορα βαλκανικά κράτη.

6 Επιστολή Γκόνου Γιώτα προς το Ελληννικό Προξενείο Θεσσαλονίκης

 

 

Είναι πεπεισμένος ότι το Υπουργείο Εξωτερικών αντιτίθεται στην δραστηριοποίηση των Μακεδονικών Σωμάτων και ότι για το λόγο αυτό το Προξενείο θα του αρνηθεί τη συνδρομή «την οποία αναπόδραστος ανάγκη απαιτεί».

Αλλά ημείς, συνεχίζει στην επιστολή του, τέκνα του τόπου αυτόχθονα, γνωρίζομεν κάλλιον παντός άλλου εκ των πέραν της χώρας ταύτης διαμενόντων και διαβλέπομεν καθαρότερον τον επικρεμάμενο κίνδυνο υπέρ την κεφαλή του Μακεδονικού Ελληνισμού. Ούτος σφαδάζει σήμερον ασυγκρίτως πλειότερον άλλης εποχής υπό την πτέρνα του τυράννου αφ’ ενός και των ποικιλωνύμων εχθρών μας αφ’ ετέρου».

Εν τούτοις ο Γκόνος και οι οπαδοί του αν και γνωρίζουν ότι δε θα τύχουν της συνδρομής του Προξενείου, είναι αποφασισμένοι να υπερασπισθούν τα πάτρια με τα λίγα όπλα, που είχαν κρύψει σε διάφορα κρησφύγετα, πριν αναχωρήσουν για την ελεύθερη Ελλάδα.

Ενώ ακόμη είναι εν εξελίξει η καταδίωξή των από τα αποσπάσματα της Βεροίας, ο πρόξενος Παπαδιαμαντόπουλος αναθέτει στον παντοπώλη της Βεροίας Ιωάννη Στεφανή να μεταπείσει το Γκόνο να επιστρέψει στην Ελλάδα, διότι «η καταστροφή αυτών έσεται βεβαία».

Αλλά το Υπουργείο Εξωτερικών, βλέποντας ότι ο Γκόνος είναι αποφασισμένος να θυσιασθεί για την ασφάλεια και την εθνική υπόθεση της γενέτειράς του απαντά στον Παπαδιαμαντόπουλο.: «επαφιέμεθα εις κρίσιν υμών όντων εγγύς των πραγμάτων».

Το σώμα, το οποίον υπό την αρχηγία του Γκόνου μετά την πρώτη καταδίωξη από τους Τούρκους άρχισε να εμφανίζεται σε διάφορα χωριά του Ρουμλουκίου, απαρτιζόταν εκτός από τον αρχηγό Γκόνο και τον υπαρχηγό Λάζο Μπαροβίτσαλη, από το Ναουσαίο Αθανάσιο Μακρή, τον Κυριάκο από την Κουλακιά, κάποιον Στέλιo από την Κρήτη, από τον επίσης Κρητικό Μανώλη Πατεράκη, από δύο οπλίτες από τη Βέροια με το όνομα Κόττας και από δύο αγνώστους στην περιφέρεια καταγομένους από την Καστοριά. Σε αυτούς προσετέθηκαν και δύο εγχώριοι πρώην αντάρτες.

Το Σώμα εκινείτο, κυρίως, γύρω από το τσιφλίκι Νησέλι. Βρισκόταν υπό την απηνή δίωξη των Τουρκικών Αρχών και συνεχώς ήταν περικυκλωμένο από ισχυρά τουρκικά αποσπάσματα με τα οποία συνήψε δύο λυσσώδεις μάχες εκ του συστάδην.

Η πρώτη μάχη δόθηκε αμέσως μετά την πρώτη εμφάνισή του με πολύ ισχυρά τουρκικά αποσπάσματα και, όπως ανέφερα παραπάνω, υπό την αρχηγία του ιδίου του Καϊμακάμη Βεροίας.

Η μάχη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής και περιόρισε τις αυθαιρεσίες των βουλγάρων κομιτατζήδων.

Μέχρι το Φεβρουάριο του 1911 η παρουσία του Γκόνου στην περιοχή ήταν πολύ ευεργετική.

Δυστυχώς, όμως, την 13ην του μηνός αυτού το σώμα συναντήθηκε με ισχυρή τουρκική δύναμη υπό του ταγματάρχη Χαλίλ μπέη και σύμφωνα με υπάρχουσα επιστολή του οπλίτου του σώματος Κρητικού Εμμανουήλ Πατεράκη «εφονεύθη ο αρχηγός Γκόνος και ένεκα του απηνούς διωγμού αφ’ ενός και ελλείψει οδηγιών αφ’ ετέρου αναγκάσθηκαν οι επιζήζαντες να επιστρέψουν στην Ελλάδα».

Αυτός είναι ο επίλογος της ηρωικής εξόδου του Γκόνου από την ελεύθερη Ελλάδα στην υπόδουλη πατρίδα του Γενιτσά.

Ο αγώνας του όμως δεν τελείωσε. Συνεχίσθηκε με την ίδια αποφασιστικότητα από τον αφοσιωμένο του υπαρχηγό Λάζο Μπαροβίτσαλη, ο οποίος ξαναγύρισε πάλι, μόνος τώρα, στην πολύπαθη πατρίδα του αλλά δυστυχώς την 8η Σεπτεμβρίου 1911 βρήκε και αυτός τον ίδιο ηρωικό θάνατο, όπως και ο αρχηγός του, Γκόνος Γιώτας.

 

Πηγές Βοηθήματα
1. Σχετικά με τη δημιουργηθείσα κατάσταση, μετά το Νεοτουρκικό Κίνημα της 10ης lουλίου 1908. Βλ. Ν. Βλάχος, Το μακεδονικόν ως φάσις του ανατολικού ζητήματος 1878-1908.
2. Τηλεγράφημα Υπουργείου Εξωτερικών προς Προξενείον Θεσσαλονίκης Νο 661 από 23-7-1911.
3. Έγγραφον Προξενείου Θεσ/νίκης προς Υπουργείο Εξωτερικών Νο 872 από 24-111909.
4. Εμπιστευτικό σημείωμα του Κέντρου Θεσ/ νίκης προς Κέντρο Αθηνών Νο 47από 6-5-1909.
5. Εμπιστευτικό σημείωμα Κέντρου Θεσ/νίκης προς Κέντρο Αθηνών Νο 55 από 25-51909.
6. Κρυπτογράφημα Υπουργείου Εξωτερικών προς Νομάρχας Λαρίσης και Τρικάλων Νο 19625 από 3-11-1910.
7. Κρυπτογράφημα Υπουργείου Εξωτερικών προς Νομάρχας Λαρίσης και Τρικάλων Νο 19854 από.8-11-1910.
8. Τηλεγράφημα Νομάρχου Λαρίσης προς Υπουργείο Εξωτερικών από 9/22 Νοεμβρίου 1910.
9. Αχρονολόγητο τηλεγράφημα Υπουργείου Εξωτερικών προς Προξενεία Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου, Σερρών (ημ. λήξεως 11-919;).
10. Έγγραφον Προξενείου Θεσ/νίκης προς Υπουργείο Εξωτερικών Νο 715 από 26-111910.
11. Η επιστολή εγράφη ενώπιον του κομιστού αυτής προς το Προξενείο Θεσσαλονίκης καθ’ υπαγόρευσιν του Γκόνου από τον οπλίτην του Σώματός του Εμμανουήλ Πατεράκη, Κρητικό και υπεγράφη από Γκόνο και Λάζο.
12. Αχρονολόγητο σημείωμα Κέντρου Αθηνών, και έγγραφον Προξενείου Θεσσαλονίκης προς Υπουργείο Εξωτερικών Νο 695 από 2411-1910.
13. Τηλεγράφημα Υπουργείου Εξωτερικών προς Προξενείον Θεσσαλονίκης Νο 21660 από 24-11-1910.

Κατηγορία: Ιστορικα - Μακεδονικός Αγώνας

© 2007 - 2020 Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Γιαννιτσών "Ο Φίλιππος"
Διεύθυνση: Δημάρχου Στάμκου 1 58100 Γιαννιτσά, Τηλέφωνο: 2382083684, email: filippos@fileg.gr