Καπετάν Καψάλης

21 Ιουνίου, 2017


Καπετάν Καψάλης

Από τον πόλεμο στο βάλτο, στην ειρήνη του Αη-Γιώργη

Από την εκδήλωση μνήμης του ηρωικού «Καπετάν Καψάλη» που αγωνίστηκε για την ελευθερία της Μακεδονίας στο βάλτο των Γιαννιτσών.

Την Κυριακή 18 Ιουνίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας,Ναούσης και Καμπανίας κ.Παντελεήμων λειτούργησε,κήρυξε τον θείο λογο και τέλεσε μνημόσυνο εις μνήμη του Καπετάν Καψάλη στο περεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου Αλεξανδρείας.

Το ιστορικό,τη ζωή και τη δράση του Καπετάν Καψάλη(Χρήστος Πραντούνας),εκφώνησε ο κ.Πανταζόπουλος Δημήτρης,ιστορικός-ερευνητής.

Παραθέτουμε παρακάτω την ομιλία του:

 

Καπετάν Καψάλης

Σήμερα η Αλεξάνδρεια, ο Γιδάς και το παλαιό Ρουμλούκι, τιμά έναν συνέλληνα, που σκοτώθηκε στα χώματα αυτά και εδώ θάφτηκε μαχόμενος για την φυσική επιβίωση του Ελληνισμού στην πατρώα γη της Μακεδονίας. Πρόκειται για τον Μακεδονομάχο καπετάν Χρήστο Καψάλη, Χρήστο Πραντούνα στο κανονικό του όνομα.

Επιτρέψτε μου να εκφράσω την μεγάλη μου συγκίνηση για την τιμή που μου έγινε από την Μητρόπολή μας να είμαι ομιλητής στην σημερινή μας εκδήλωση, που τελεί υπό την αιγίδα των πετυχημένων ετήσιων εκδηλώσεών της με την επωνυμία «Τα Παύλεια» εκδηλώσεις που εμπνεύστηκε ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης μας κος Παντελεήμων πριν αρκετά χρόνια και πλέον αποτελούν θεσμό, με αναφορά τόσο στα όρια της Μητρόπολης Βέροιας, Ναούσης και καμπανίας, αλλά και σε ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο.

Με αφορμή λοιπόν το εφετινό κεντρικό θέμα των «Παύλειων», που είναι «πόλεμος και ειρήνη» η Μητρόπολη και δια του Αρχιερατικού της εκπροσώπου στην περιοχή της Αλεξάνδρειας πατέρα Διονυσίου, έλαβε την πρωτοβουλία, ορμώμενη από ένα άρθρο – δημοσίευμα στην ιστοσελίδα «Αλεξάνδρου γαία» και σε αγαστή συνεργασία με τον Λαογραφικό Όμιλο Ντόπιων Αλεξάνδρειας και Περιχώρων «Το Ρουμλούκι», να τιμήσει ένα εθνομάρτυρα μετά από 111 χρόνια, ξεχασμένο από την επίσημη ιστορία και την τοπική εκπροσώπηση στο σύγχρονο και ελεύθερο πλέον Ρουμλούκι.

Ο ήρωάς μας έχει αναφορά στην εποχή του λεγόμενου Μακεδονικού Αγώνα, εκεί στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου Βούλγαροι και Έλληνες, αλληλοσφάζονται στην Μακεδονική γη και υπό την Οθωμανική Κατοχή, για το ποιος θα επικρατήσει εν όψει της προσδοκώμενης διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τον Μάρτιο του 1870, με Σουλτανικό Φιρμάνι ιδρύεται η Αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία, με έδρα του Εξάρχου, δηλαδή του Βούλγαρου Πατριάρχη, την Κωνσταντινούπολη. Η αναγνώριση αυτή έδινε το δικαίωμα στην νέα εκκλησία, εφόσον είχε στο εκκλησίασμα την πλειοψηφία των 2/3, να ιδρύσει Μητρόπολη, ενώ αν είχε το 1/3, τουλάχιστον να κατέχει μια εκκλησία, καταστρατηγώντας εξ ολοκλήρου την τάξη στην Ορθόδοξη Εκκλησία, βάση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων και κυρίως την Αποστολική Διαδοχή, τον ακρογωνιαίο λίθο της, και της Ιεράς Παράδοσης.

Το 1872, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως όφειλε σαν θεματοφύλακας της Νόμιμης οδού, συγκάλεσε Μείζονα Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη και κήρυξε την Βουλγαρική Εξαρχία ως Σχισματική. Κύρια απόφαση της Συνόδου ήταν η καταδίκη του εθνοφυλετισμού και κατ’ επέκτασιν της προσπάθειας συγκρότησης εθνικής εκκλησίας από τους Βούλγαρους και αφόρισε τον Βούλγαρο Έξαρχο Ιωσήφ ως αιρετικό.

Ο όρος της Συνόδου «αποκηρύττει, κατακρίνει και καταδικάζει τον φυλετισμό, τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και διχοστομίας εν τη του Χριστού Εκκλησία ……….. τους δε παραδεχομένους τον τοιούτον φυλετισμόν ………… κηρύττει αλλοτρίους της εκκλησίας και σχισματικούς».

Παρά την καταδίκη των όμως, ο Ιωσήφ επέκτεινε την επιρροή του και στην εικοσαετία που ακολούθησε, οι περισσότερες περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας προσχώρησαν στην Εξαρχία και κατεύθυνε την προσπάθεια προς τον νότο, σε περιοχές της Ιστορικής Μακεδονίας.

Αρχικά οι προσηλυτισμοί ήταν ελάχιστοι και η προσπάθεια για την κατάκτηση εκκλησιών ή την ίδρυση σχολείων δεν είχαν παρά πενιχρά αποτελέσματα. Συν τω χρόνω όμως, κορυφώθηκαν οι προσπάθειες των Βουλγάρων για τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και τη μελλοντική προσάρτησή της στο Βουλγαρικό κράτος και την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας υπό τον μανδύα πάντοτε της προσχώρησης του Μακεδονικού Χριστιανικού πληθυσμού στην Εξαρχία.

Για τον σκοπό αυτόν, εισχωρούν στα Μακεδονικά χώματα διάφορα ένοπλα Βουλγαρικά σώματα, οι γνωστοί Κομιτατζήδες, οι οποίοι επιδίδονται σε ένα όργιο απειλών, διώξεων και σφαγών, για να προσεταιριστούν, έστω και βίαια, τους ντόπιους πληθυσμούς. Όταν η πειθώ δεν έφερνε αποτελέσματα, χρησιμοποιούνταν η βία. Πρώτα τους θύματα ήταν οι ιερείς, οι δάσκαλοι και οι Πρόκριτοι του κάθε χωριού και πόλης, οι αρμοί δηλαδή και οι θεματοφύλακες του Ελληνισμού στα χρόνια της Τουρκικής σκλαβιάς. Ο στόχος τους δεν ήταν τυχαίος, αλλά καλά μελετημένος. Τα κύρια όπλα της άμυνας του Ελληνισμού εναντίον της απειλής εκβουλγαρισμού του στον ιστορικό χώρο της Μακεδονίας υπήρξαν η εκκλησία και η παιδεία. Όπως στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας έτσι και τώρα η εμμονή στην πίστη των προγόνων και το Πατριαρχείο, σήμαινε ταυτόχρονα και προσήλωση στην ιδέα του Ελληνισμού. Οι μένοντες πιστοί στα πάτρια και το Πατριαρχείο χαρακτηρίζονται Πατριαρχικοί και Έλληνες, οι δε προσχωρούντες στην Εξαρχική Εκκλησία, Εξαρχικοί και Βούλγαροι.
Ο Ελληνισμός της Μακεδονίας κινδύνευε στις Πανάρχαιες εστίες του. Για να συλλάβουμε το μέγεθος του κινδύνου και την βαρβαρότητα που ζούσαν οι Έλληνες Μακεδόνες, αξίζει να παρατεθεί η αναφορά του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ’ προς τον Σουλτάνο Χαμίτ, στις 26 Αυγούστου 1904: «Λυπηρόν είναι ότι οι περιώνυμοι ούτοι Κομιτατζήδες είναι όργανα πνευματικής τινός αρχής ……… φονεύουσιν ιερείς, διδασκάλους και Προκρίτους Γραικούς, μη θέλοντας να γίνωσιν οπαδοί της σχισματικής Βουλγαρικής Εξαρχίας. Φονεύουσι δε, τούτους, θεωρημένους στύλους των Ορθοδόξων και δια να πτοήσωσι τους μένοντας και δια να εκβιάσωσι τας συνειδήσεις αυτών, εφ’ ω και πολλοί τω φόβω εν δίδοντες, θρηνολογούντες , υποκύπτουσιν».

Όλο αυτό το διάστημα, το επίσημο Ελληνικό κράτος, αποδυναμωμένο μετά την ήττα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, παρέμενε ουσιαστικά αμέτοχο στα πράγματα της Μακεδονίας για λόγους τόσο εσωτερικής πολιτικής, όσο και σοβαρών οικονομικών προβλημάτων. Μάταια επιφανείς άνδρες, όπως ο Ίωνας Δραγούμης και μεγάλοι Ιεράρχες όπως ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, απηύθυναν δραματικές εκκλήσεις για βοήθεια στην Ελεύθερη Ελλάδα. Η κατάσταση ήταν δραματική, αφού το αίμα έρεε άφθονο στις Μακεδονικές Πόλεις και τα Χωριά και ένα κλίμα τρομοκρατίας βασίλευε παντού, κυρίως στην ύπαιθρο και στους άοπλους χωρικούς. Ενδεικτικά αναφέρω ότι ην Άνοιξη του 1903, η δύναμη των Κομιτατζήδων που δρούσαν στην Μακεδονία ανερχόταν σε 90 συμμορίες, δυνάμεως 2700 ανδρών.

Οι γηγενείς Μακεδόνες, εκ των πραγμάτων υποχρεώθηκαν να οργανώσουν την αυτοάμυνά τους με τις δικές τους πενιχρές δυνάμεις, με απηρχαιωμένο οπλισμό και χωρίς κεντρική οργάνωση και καθοδήγηση. Οι τοπικοί Ιεράρχες μπαίνουν μπροστά στον Αγώνα και τα απομεινάρια των κλεφταρματολικών σωμάτων, μέχρι και αυτά πολλών παρανόμων δραστηριοποιούνται διάσπαρτα ανά περιοχές.

Αργότερα όμως και κυρίως μετά τον θάνατο του Εθνομάρτυρα Παύλου Μελά στις 13 Οκτωβρίου 1904, ο Ελληνισμός σύμπασας και η Ελληνική κυβέρνηση συγκλονίστηκαν και βγήκαν από τον λήθαργο και τις φοβικές τάσεις που δημιούργησε ο ατυχούς εκβάσεως για την Ελλάδα Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897.

Έτσι, ανεπίσημα οργανώνεται ο Εθνικός Αγώνας με βάση και κύριο συντονιστή το Ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης. Πλήθος αξιωματικών, οπλιτών πολιτών, εθελοντών και παλαίμαχων κλεφταρματολών εισέρχονται στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία από την Ελεύθερη Ελλάδα, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εθνική προσπάθεια για την διάσωση και την επιβίωση των πατρογονικών εστιών του Μακεδονικού Ελληνισμού. Οι γηγενείς Μακεδόνες δεν είναι πλέον μόνοι τους, αλλά υπό την κεντρική καθοδήγηση του Ελληνικού Προξενείου και την αρχηγία εμπειροπόλεμων και ικανότατων αξιωματικών του Ελληνικού στρατού, οργανώνουν την άμυνά τους και σχεδιάζουν την αντεπίθεσή τους. Διαθέτοντας πλέον σύγχρονο οπλισμό και άρτια εκπαίδευση ακόμη και οι μη έχοντες βαστάξει ούτε μια φορά στα χέρια τους όπλο κατά τον πρότερο βίο τους χωρικοί, γίνονται πραγματικοί μαχητές και μάχιμοι.

Στην όλη αυτή προσπάθεια, το Ρουμλούκι, έχοντας ως συνθηματικό κρυπτογραφικό όνομα «Τρίπολη», καθίσταται λόγω της νευραλγικής του θέσεως το κέντρο του Αγώνα στην Κεντρική Μακεδονία. Ο γειτονικός Βάλτος και η γειτνίαση με τα όρη Βέρμιο, Πάικο και Πιέρια, σε συνδυασμό με το αμιγές του Ελληνικού του πληθυσμού, το καθιστούσαν το ιδανικότερο μέρος για την υποδοχή ανδρών, όπλων και πυρομαχικών από την Ελλάδα, αλλά και το κέντρο της εξόρμησης των Μακεδονομάχων στην ευρύτερη περιοχή.

Βέβαια, «γεύτηκε» και αυτό σχετικά νωρίς την τρομοκρατία και τις βιαιοπραγίες των Βούλγαρων Κομιτατζήδων, καθώς ήδη από το 1903 εισήλθαν στον γειτονικό Βάλτο περίπου 250 Κομιτατζήδες και εγκαταστάθηκαν στο νοτιοδυτικό του τμήμα σε ψαράδικες καλύβες, που τις μετέτρεψαν σε πραγματικά οχυρά. Καθημερινώς οι Ρουμλουκιώτες, κυρίως οι κάτοικοι των παραλίμνιων χωριών δέχονταν τους εκβιασμούς και τις πιέσεις των Κομιτατζήδων, προκειμένου να εκβουλγαριστούν. Χαρακτηριστική είναι μια επιστολή ενός συνεργάτη του Προξένου Λάμπρου Κορομηλά από το Ελληνικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης με το ψευδώνυμο «Προμηθέας» προς τον καπετάν Πετρίλο, με ημερομηνία 24 Μαΐου 1905 και στην οποία αναφέρονται τα εξής: «Τα χωριά Σκινά, Νησί, Τριχοβίστα και Σκυλίτσι, τα ευρισκόμενα παρά την λίμνη, είναι πολύ φοβισμένα, διότι ενοχλούνται από τους Βούλγαρους και πρέπει να εμψυχωθούν».

Την ίδια εποχή όμως, οι Ρουμλουκιώτισσες δέχονταν πιέσεις από τους Κομιτατζήδες να βγάλουν τα κατσούλια τους, τον γνωστό κεφαλόδεσμό τους, που μοιάζει με αρχαίο Μακεδονικό κράνος διότι θεωρούνταν από αυτούς ως αρχαιοελληνικής προελεύσεως, εις μάτιν όμως. Το πείσμα των γιαγιάδων μας Ρουμλουκιωτισσών και η εμμονή τους στα πάτρια υπερίσχυσε των Βουλγαρικών εκβιασμών.

Η κατάσταση στην περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών και των ελληνικών χωριών της νότιας όχθης της, άρχισε να βελτιώνεται σημαντικά μετά το 1904, όταν στην περιοχή εισήλθαν ένοπλα ελληνικά σώματα υπό την αρχηγία Ελλήνων αξιωματικών και την επάνδρωσή τους με εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα ή άλλες σκλαβωμένες περιοχές, όπως την Κρήτη. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένα ονόματα καπεταναίων, που έδρασαν τότε στον τόπο μας, όπως τους Άγρα, Δεμέστιχα, Σταυρόπουλο, Παπατζανετέα, Γαρέζο, Μπουκουβάλα, Μπενή, Κάλλα, Ματαπά και άλλους.

Μεταξύ αυτών εισήλθε στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και δε στον τόπο μας ο Χρήστος Πραντούνας, το Νοέμβριο του 1905. Τίθεται επικεφαλής ένοπλου Σώματος 18 ανδρών, με ψευδώνυμο Καπετάν Καψάλης. Αναλαμβάνει δράση, έχοντας ως χώρο ευθύνης το όρος Πάικο και κυρίως τις νοτιοανατολικές του περιοχές, με έδρα πάντοτε την Λίμνη των Γιαννιτσών.

Ποιος όμως ήταν ο ήρωάς μας Χρήστος Πραντούνας;

Γεννήθηκε το 1873 στα Λεχαινά του Νομού Ηλείας και ήταν το 8ο παιδί του Αντωνίου Πραντούνα από την Νάξο , που υπηρετούσε στην άνω κωμόπολη ως Ειρηνοδίκης. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος, ο πατέρας του μετατέθηκε στην Καρδίτσα και τα Τρίκαλα, όπου τελείωσε ο Χρήστος τις γυμνασιαρχικές του σπουδές ως αριστούχος μαθητής.

Το 1892 γράφεται στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως το 1897 εγκαταλείπει τις σπουδές του και κατατάσσεται στον στρατό, όπως και τα δύο μεγαλύτερά του αδέρφια και συμμετέχει στον τότε ελληνοτουρκικό πόλεμο, κερδίζοντας μάλιστα και μετάλλιο ανδρείας για τις ικανότητές του.

Το 1898, εισάγεται πρώτος στη σχολή Ευελπίδων και το 1901 αποφοιτά με τον βαθμό του Ανθυπίλαρχου Ιππικού.

Τοποθετείται στην Λάρισα μέχρι το 1905 και στη συνέχεια επανέρχεται στην Αθήνα. Ήταν άριστος ιππέας και είχε έρθει πολλές φορές πρώτος σε ιππικούς αγώνες, άριστος σκοπευτής, ξιφομάχος, αθλητής, χορευτής, αλλά και καλλιτέχνης καθώς ασχολιόταν με τη ζωγραφική και την τυπογραφία. Υπήρξε περιζήτητος καλεσμένος στους αριστοκρατικούς κύκλους της Αθήνας. Είχε στενή σχέση με τον πρίγκιπα Ανδρέα και την γυναίκα του Αλίκη, καθώς και με την Γαλλίδα μαρκησία Λουΐζα ντε Ριανκούρ και τις οικογένειες Σούτσου, Ράλλη, Μαύρου και Παπούδωφ.

Στη διάρκεια μιας δεξίωσης στο σπίτι της κόμισσας Ριανκούρ γνωρίζεται με τον υπίλαρχο Ζυμβραδάκη, ο οποίος του προτείνει να οργανώσει Σώμα Μακεδονομάχων που θα αγωνιστεί για την εξουδετέρωση του κινδύνου εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας και εν τέλει την μελλοντική της απελευθέρωση.

Η απάντηση του Πραντούνα ήταν άμεση: «Είναι τιμή μου να αγωνιστώ για την πατρίδα μου». Έτσι, εγκαταλείποντας τις ανέσεις και τα προνόμια που παρείχε την εποχή εκείνη στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους η ιδιότητά του ως φέρελπις αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, τον Νοέμβρη του 1905 εισέρχεται στην Μακεδονία. Υπό τον μανδύα της ιδιότητας του γιατρού στην πόλη των Γιαννιτσών και τα χωριά της οργανώνει την ένοπλη ομάδα του, για να μεταμορφωθεί την Πρωτοχρονιά του 1906 στον Καπετάν Καψάλη και με ορμητήριο τον Βάλτο.

Το ψευδώνυμο του Χρήστου «Καψάλης» το εμπνεύστηκε ο ίδιος εις μνήμη του προπάππου του από την πλευρά της μητέρας του, που στην έξοδο του Μεσολογγίου, στον Πύργο του Μπότσαρη έβαλε φωτιά στην πυριταδαποθήκη παίρνοντας μαζί του στον θάνατο εκατοντάδες Τούρκους.

Το 1906, που ουσιαστικά αναλαμβάνει δράση ο Χρήστος Πραντούνας στον χώρο ευθύνης του και με έδρα τον Βάλτο, έχει πλέον σταθεροποιηθεί η κατάσταση από την μεριά των Ελλήνων στην περιοχή. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες δεν είναι πλέον παντοδύναμοι και οι χωρικοί άρχισαν πλέον να μην τους φοβούνται και ξεθαρρεύοντας πολλοί παλιοί Εξαρχικοί επιστρέφουν μαζικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Ελληνισμό, καθώς δεν είναι ανυπεράσπιστοι και απόλυτα εκτεθειμένοι στους εκβιασμούς και βάσανα που βίωσαν τα προηγούμενα χρόνια.

Αυτές τις ημέρες και πιο συγκεκριμένα το βράδυ της 14ης προς 15ης Μαρτίου, Βουλγαρικές Τσέτες εισέρχονται στο Ρουμλουκιώτικο χωριό Νησί, πυρπολώντας δεκάδες σπίτια και σκοτώνοντας δύο κατοίκους τους.

Τότε, το ελληνικό Προξενείο διατάσσει στα Ένοπλα Σώματα του Βάλτου για λίγο καιρό να αποφεύγουν τις μετωπικές ενέργειες εναντίον Βουλγαρικών καλυβών, προς ανασυγκρότηση και καλύτερη οργάνωση των στόχων της αντεπίθεσης.

Σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, η οποία προφανώς έλαβε υπ’ όψιν της σχετικές αναφορές και αρχειακά έγγραφα, ο καπετάν Καψάλης κινούμενος από λόγους φιλοτιμίας και για να επιδείξει ζωηρότερη δράση, επιχείρησε να καταλάβει στο βορειοανατολικό τμήμα της Λίμνης την Βουλγαρική καλύβα «Νταλμπίνα». Όντας επικεφαλής των ανδρών του και στεκούμενος όρθιος στην πλάβα του, έγιναν αντιληπτοί από τους Βούλγαρους, του αρχικομιτατζή Αποστόλ Πετκώφ και ξεσπά φοβερή, «τυφλή» όπως λέγεται στην στρατιωτική ορολογία μάχη μέσα στα καλάμια και ταραγάζια και μια σφαίρα πετυχαίνει στο μέτωπο στον καπετάνιο και υπήρξε δυστυχώς η μόνη απώλεια στου Σώματός του.

Οι άνδρες του καταφέρνουν να διασπάσουν τον κλοιό των Βουλγάρων και να μεταφέρουν τον νεκρό Αρχηγό τους στο χωριό Νεοχώρι όπου και τον θάβουν εν κρυπτώ στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου, 500 μέτρα μακριά του όπου ήταν ο ενοριακός Ναός του χωριού Σχοινά.

Μια άλλη εκδοχή όμως του θανάτου του καπετάν Καψάλη, μας δίνει έναν από τους άνδρες του, που συμμετείχε στην άνω συμπλοκή, ο Αλέξανδρος Αναγνωστόπουλος ή «η Λέτσιους τ’ Αναγνώστ’», όπως τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί του Χαλαστρινοί, οι παλιοί τότε «Κουλακιώτες», που είχε καταγωγή όμως από Ρουμλουκιώτικο χωριό Κάλιανη.

Σε ένα μπαούλο του σπιτιού του στην Χαλάστρα, ο γιος του Αστέριος, ανακάλυψε κάτι κακογραμμένα χαρτιά με τις χειρόγραφες αναμνήσεις του Μακεδονομάχου πατέρα του, που τον Δεκέμβρη του 1968 τις δημοσιοποίησε ο επίσης Χαλαστρινός Κων/νος Βαφείδης στο περιοδικό «Μακεδονική Ζωή».

Γράφει λοιπόν ο συμμετέχων στην συμπλοκή Αλέξανδρος Αναγνωστόπουλος:

«……. Έπειτα από μέρες, με οπλαρχηγό τον Χρήστο Καψάλη και ενώ περιπολούσαμε στη Λίμνη, χτυπηθήκαμε από κρυμμένους εκεί Βουλγάρους. Περίμεναν να νυχτώσει, για να επιτεθούν και να κάψουν το χωριό Νεοχώρι. Δώσαμε μάχη και το Νιχώρι γλύτωσε, μα σκοτώθηκε ο καπετάνιος μας. Φύγαμε για τα λημέρια μας, παίρνοντας και τον νεκρό καπετάνιο μας. Τον κλάψαμε και τον θάψαμε με τιμές ……».

Την μαρτυρία του άνω αυτόπτη μάρτυρα την θεωρώ σπουδαία για την τοπική και όχι μόνο ιστοριογραφία, καθώς μάλλον είναι κοντά στην αλήθεια. Το Νεοχώρι, όπως και το Νησί ήταν ευάλωτα στις επιθέσεις των κομιτατζήδων, καθώς ήταν ευρισκόμενα σχεδόν μέσα στον Βάλτο. Το Νησί πυρπολήθηκε στις 14 Μαρτίου, ενώ η συμπλοκή όπου σκοτώθηκε ο καπετάν Καψάλης έγινε στις 21 Απριλίου του ίδιου έτους. Ο Σχοινάς, μάλλον δεν κινδύνευε, καθώς οι κάτοικοί του ζήτησαν από τον Ραχμή μπέη του χωριού προστασία και το φύλαγαν 5 – 6 Τουρκαλβανοί ένοπλοι υπάλληλοί του.

Όλες οι μαρτυρίες όμως συμφωνούν πως ο καπετάν Καψάλης, θάφτηκε αρχικώς στο Νεοχώρι και μετά από δυο ημέρες, για λόγους ασφαλείας, για να μην ανακαλύψουν οι Τούρκοι τον τάφο του, έγινε η εκταφή και θάφτηκε στο εξωκκλήσι του Γιδά, τον Άγιο Γεώργιο, στο χώρο που βρισκόμαστε σήμερα.

Να σημειωθεί πως ο Γιδάς τότε δεν είχε στρατιώτες ή χωροφύλακες Τούρκους, τους ονομαζόμενους Τζιανταρμάδες, καθώς οι πλησιέστεροι βρίσκονταν στο χωριό Λιανοβέργι και μετεγκαταστάθηκαν την ίδια χρονιά αργότερα στο Καρακόλι, δηλαδή τον σταθμό χωροφυλακής στο σημερινό κτίριο της «Δωδώνης» όπως είναι γνωστό σήμερα και αποτέλεσε μέχρι την απελευθέρωσή μας τόπο βασάνου και μαρτυρίου για τους προγόνους μας.

Ο θάνατος του Καπετάν Καψάλη, απασχόλησε διεξοδικά τον τότε Αθηναϊκό Τύπο και τις εφημερίδες της εποχής, ενώ διοργανώθηκαν και εκδηλώσεις μνήμης του. Τον τάφο του, όμως, τον κρατούσαν ως επτασφράγιστο μυστικό οι σύντροφοί του συμπολεμιστές και οι κάτοικοι του Γιδά, οι οποίοι μάλιστα την επόμενη χρονιά τέλεσαν σ’ αυτόν μεγαλοπρεπές μνημόσυνο, χωρίς να δώσουν στόχο στους Τούρκους.

Το 1935, συγγενείς του Καπετάν Καψάλη προέβησαν σε ανακομιδή των οστών του, τα οποία και μετέφεραν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Έκτοτε, το πέρασμα του χρόνου συνέβαλε στην λήθη του, τουλάχιστον στην περιοχή μας, καθώς άλλοι Μακεδονομάχοι επισκίασαν τον δικό του ισάξιο θάνατο.

Μετά από τόσα χρόνια, ο τόπος μας προσφέρει για πρώτη φορά και σεμνά τις πρέπουσες τιμές σε αυτόν τον Μακεδονομάχο που ήρθε ως εθελοντής και θυσιάστηκε για την Μακεδονία μας. Η Αλεξάνδρεια και το Ρουμλούκι δια της τοπικής μητέρας εκκλησίας μας και του αρχαιότερου Συλλόγου της, του ΛΟΝΑΠ, παραδίδει στις νέες γενιές ένα σημείο εθνικής αναφοράς και αυτογνωσίας εδώ στο ξωκλήσι του Αη Γιώργη, στα ίδια χώματα που φιλοξένησαν για δεκαετίες τον εθνομάρτυρά μας Χρήστο Πραντούνα.

Σε αυτό το σημείο και τελειώνοντας, Σεβασμιότατε, επιτρέψτε μου να σας αναφέρω πως ο Αη Γιώργης ήταν στα χρόνια των προγόνων μας γηγενών Ρουμλουκιωτών, αλλά και αργότερα και των προσφύγων συμπατριών μας, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, ένα πνευματικό καταφύγιο και όχι μόνο. Σε αυτόν τον ναΐσκο, γενιές ολόκληρες παλικαριών που θα πήγαιναν φαντάροι, «άνοιγαν» όπως λέγαν οι παλιοί την εκκλησία και τελούσαν θεία λειτουργία με τους συγγενείς τους, πριν φύγουν για την κατάταξή τους στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Μεταξύ αυτών, το έθιμο τηρήθηκε και από την οικογένειά μου, μία ημέρα πριν καταταγώ και όλοι μας μεταλάβαμε.

Δεν είμαι σε θέση να εξηγήσω την προέλευση αυτής της συνήθειας, παρά να την αποδώσω έτσι απλά και ίσως με αφέλεια, πως οι παππούδες και οι γονείς μας θέλανε να πάρουμε κάτι από τον θανόντα και εδώ ενταφιαζόμενο καπετάν Καψάλη, όπως και από τον Στρατηλάτη Άγιο για να μας προσέχει.

Θεωρώ πως αυτός ο ναός και ο περιβάλλον χώρος του, πρέπει να προσεχθεί και αν αναδειχθεί από όλους μας και γιατί όχι, εφόσον το επιτρέψετε με την ευλογία σας, να δημιουργηθεί ένα μικρό μοναστηράκι, εδώ στο μέσον του κάμπου, όπου και ένας έστω μοναχός, θα δώσει νέα πνοή στον ιστορικό αυτό ναό.

Ευχαριστώ για την υπομονή σας. Αιωνία η μνήμη του εθνομάρτυρα Χρήστου Πραντούνα.

 

AgiosGewrgiosAlexandreia2017(1) C__Data_Users_DefApps_AppData_INTERNETEXPLORER_Temp_Saved Images_19274940_1555527601165791_6273009684613056351_n C__Data_Users_DefApps_AppData_INTERNETEXPLORER_Temp_Saved Images_19225629_1555528227832395_8381332101697671066_n C__Data_Users_DefApps_AppData_INTERNETEXPLORER_Temp_Saved Images_19225241_1555527964499088_6745177682898393307_n WP_20170618_11_34_14_Pro

Κατηγορία: Ιστορικα - Μακεδονικός ΑγώναςΤα νέα της Εταιρείας

© 2007 - 2020 Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Γιαννιτσών "Ο Φίλιππος"
Διεύθυνση: Δημάρχου Στάμκου 1 58100 Γιαννιτσά, Τηλέφωνο: 2382083684, email: filippos@fileg.gr